-
1 καταδέρκομαι
Aκατεδέρχθην S.Tr. 999
(anap.): [tense] aor. 2κατέδρᾰκον Opp.H.1.10
(tm.):—poet. for καθοράω, look down upon,αὐτοὺς Ἠέλιος.. καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν Od.11.16
; μανίας ἄνθος καταδερχθῆναι S.l.c., cf. Lyr.Adesp.87;ἐπὶ Χθόνα κ. ἀκτίνεσσι h.Cer.70
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδέρκομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский